Ναπολέων Γ’ — (Napoleon III, Παρίσι 1808 – Τσίσλεχερστ, Αγγλία 1873). Αυτοκράτορας των Γάλλων. Το όνομά του ήταν Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, γιος του βασιλιά της Ολλανδίας Λουδοβίκου, αδελφού του Ναπολέοντα A’, και της Ορτάνς ντε Μποαρνέ. Μετά την πτώση… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… … Dictionary of Greek
Ζέρβας, Ναπολέων — (Άρτα 1891 – Αθήνα 1957). Στρατιωτικός και πολιτικός. Πολύ νέος, κατατάχθηκε εθελοντικά στον στρατό και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στη διάρκεια των οποίων του απονεμήθηκε για ανδραγαθία ο βαθμός του ανθυπασπιστή. Στη συνέχεια, φοίτησε … Dictionary of Greek
Λαπαθιώτης, Ναπολέων — (Αθήνα 1888/9 – 1944). Ποιητής. Σπούδασε νομικά, αγαπούσε τη μουσική και είχε είδωλό του τον Όσκαρ Γουάιλντ. Όμορφος και κομψός στα νιάτα του, προπάντων στα χρόνια 1909 17, οπότε, όπως έγραψε ο Τάκης Παπατσώνης «κυριάρχησε σαν μετέωρο αλησμόνητο… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος Ναπολέων — (Louis Napoleon, Αιάκειο, Κορσική 1778 – 1846). Βασιλιάς της Ολλανδίας (1806 10). Τρίτος αδελφός του Μεγάλου Ναπολέοντα, φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Σαλόν και συνόδευσε τον αδελφό του στις εκστρατείες της Ιταλίας και της Αιγύπτου. Το 1802… … Dictionary of Greek
Ελευθερίου, Ναπολέων — (Αθήνα 1921 –). Σεναριογράφος, σκηνοθέτης και στιχουργός. Πολυγραφότατος, έγραψε περισσότερες από 85 επιθεωρήσεις και περισσότερα από 100 τραγούδια, ενώ επί σειρά ετών ήταν ο προσωπικός κειμενογράφος δημοφιλών λαϊκών κωμικών όπως του Κώστα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Βοναπάρτης — (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής, πιθανώς από τη Λομβαρδία, που ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16o αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ … Dictionary of Greek
Αούστερλιτς — (Austerlitz). Γερμανική ονομασία της κωμόπολης Σλάφκοφ στην επαρχία Μοραβίας της Τσεχίας, κέντρου αγροτικής περιοχής. μάχη του Α. Αποφασιστική φάση του πολέμου μεταξύ των ενωμένων αυστριακών και ρωσικών δυνάμεων εναντίον του Ναπολέοντα Α’, που… … Dictionary of Greek
ΕΔΕΣ — (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Πολιτική και στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, αλλά ουσιαστικά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου … Dictionary of Greek